χιλιογραμμόμετρο

χιλιογραμμόμετρο
το, Ν
χιλιόγραμμο ανά μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram-meter < kilogram (βλ. χιλιόγραμμο) + meter (< μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιο-γραμμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κ. Κοκίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιλιογραμμόμετρο — το μονάδα μέτρησης έργου, ίση με το έργο το οποίο παράγεται από δύναμη ενός χιλιόγραμμου που μετακινεί το σημείο της εφαρμογής της κατά ένα μέτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κιλοποντόμετρο — το μονάδα έργου τού πρακτικού συστήματος μονάδων μέτρησης, γνωστή και ως χιλιογραμμόμετρο (σύμβ. kpm ή kgrm) …   Dictionary of Greek

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”