- χιλιογραμμόμετρο
- το, Νχιλιόγραμμο ανά μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram-meter < kilogram (βλ. χιλιόγραμμο) + meter (< μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιο-γραμμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κ. Κοκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.